ανεμοστάτης

ανεμοστάτης
ο
1. φράγμα για να προφυλάει από τον άνεμο.
2. ο όρθιος άξονας στον οποίο περιστρέφεται η ανέμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοστάτης — ο 1. ο στύλος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ανέμη 2. πρόχειρο φράγμα για προστασία από τον άνεμο …   Dictionary of Greek

  • ανεμόστυλος — ο ο στύλος της ανέμης, ανεμοστάτης …   Dictionary of Greek

  • ανεμόστυλος — ο ανεμοστάτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”